εθελόντρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εθελόντρια | οι | εθελόντριες |
| γενική | της | εθελόντριας | των | εθελοντριών |
| αιτιατική | την | εθελόντρια | τις | εθελόντριες |
| κλητική | εθελόντρια | εθελόντριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εθελόντρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.