εγχειρημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγχειρημένος η εγχειρημένη το εγχειρημένο
      γενική του εγχειρημένου της εγχειρημένης του εγχειρημένου
    αιτιατική τον εγχειρημένο την εγχειρημένη το εγχειρημένο
     κλητική εγχειρημένε εγχειρημένη εγχειρημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγχειρημένοι οι εγχειρημένες τα εγχειρημένα
      γενική των εγχειρημένων των εγχειρημένων των εγχειρημένων
    αιτιατική τους εγχειρημένους τις εγχειρημένες τα εγχειρημένα
     κλητική εγχειρημένοι εγχειρημένες εγχειρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγχειρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγχειρίζω

Μετοχή

εγχειρημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη εγχειρίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.