εγκόλπιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εγκόλπιο τα εγκόλπια
      γενική του εγκόλπιου
& εγκολπίου
των εγκόλπιων
& εγκολπίων
    αιτιατική το εγκόλπιο τα εγκόλπια
     κλητική εγκόλπιο εγκόλπια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκόλπιο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐγκόλπιον < ελληνιστική κοινή ἐγκόλπιος
(βιβλίο) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική vade-mecum[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋˈgol.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκόλπιο

Ουσιαστικό

εγκόλπιο ουδέτερο

  1. βιβλίο που περιέχει οδηγίες και κανονισμούς για μια συγκεκριμένη τέχνη ή επιστήμη σε απλή και κατανοητή γλώσσα
  2. (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε θεωρητικά έχει βασικές οδηγίες για συγκεκριμένη πράξη ή συμπεριφορά
  3. κόσμημα ή άλλο διακριτικό σήμα που κρεμιέται στο λαιμό και φτάνει περίπου στο μέσο του στήθους

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.