εγκιβωτισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκιβωτισμένος η εγκιβωτισμένη το εγκιβωτισμένο
      γενική του εγκιβωτισμένου της εγκιβωτισμένης του εγκιβωτισμένου
    αιτιατική τον εγκιβωτισμένο την εγκιβωτισμένη το εγκιβωτισμένο
     κλητική εγκιβωτισμένε εγκιβωτισμένη εγκιβωτισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκιβωτισμένοι οι εγκιβωτισμένες τα εγκιβωτισμένα
      γενική των εγκιβωτισμένων των εγκιβωτισμένων των εγκιβωτισμένων
    αιτιατική τους εγκιβωτισμένους τις εγκιβωτισμένες τα εγκιβωτισμένα
     κλητική εγκιβωτισμένοι εγκιβωτισμένες εγκιβωτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.vo.tiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκιβωτισμένος
παλιότερος συλλαβισμός: εγκιβωτισμένος

Μετοχή

εγκιβωτισμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.