εγκαινιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκαινιασμένος | η | εγκαινιασμένη | το | εγκαινιασμένο |
| γενική | του | εγκαινιασμένου | της | εγκαινιασμένης | του | εγκαινιασμένου |
| αιτιατική | τον | εγκαινιασμένο | την | εγκαινιασμένη | το | εγκαινιασμένο |
| κλητική | εγκαινιασμένε | εγκαινιασμένη | εγκαινιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκαινιασμένοι | οι | εγκαινιασμένες | τα | εγκαινιασμένα |
| γενική | των | εγκαινιασμένων | των | εγκαινιασμένων | των | εγκαινιασμένων |
| αιτιατική | τους | εγκαινιασμένους | τις | εγκαινιασμένες | τα | εγκαινιασμένα |
| κλητική | εγκαινιασμένοι | εγκαινιασμένες | εγκαινιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγκαινιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκαινιάζω
Μεταφράσεις
εγκαινιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.