εγκαινιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.ɟe.niˈa.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκαι‐νι‐ά‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
εγκαινιάζομαι, π.αόρ.: εγκαινιάστηκα/(εγκαινιάσθηκα), μτχ.π.π.: εγκαινιασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος εγκαινιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.