εγγύτητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγγύτητα οι εγγύτητες
      γενική της εγγύτητας των εγγυτήτων
    αιτιατική την εγγύτητα τις εγγύτητες
     κλητική εγγύτητα εγγύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγγύτητα < ελληνιστική κοινή ἐγγύτης < ἐγγύς

Ουσιαστικό

εγγύτητα θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.