γειτνίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γειτνίαση | οι | γειτνιάσεις |
| γενική | της | γειτνίασης* | των | γειτνιάσεων |
| αιτιατική | τη | γειτνίαση | τις | γειτνιάσεις |
| κλητική | γειτνίαση | γειτνιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, γειτνιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γειτνίαση < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.