συνάφεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνάφεια | οι | συνάφειες |
| γενική | της | συνάφειας | των | συναφειών |
| αιτιατική | τη | συνάφεια | τις | συνάφειες |
| κλητική | συνάφεια | συνάφειες | ||
| Ο πληθυντικό αδόκιμος. | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνάφεια < (ελληνιστική κοινή)
Ουσιαστικό
συνάφεια θηλυκό
- άμεση σχέση, αλληλεξάρτηση, συγγένεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.