εισδύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εισδύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισδύω
  2. θα εισδύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισδύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εισδύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του είσδυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.