reflet

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
reflet reflets

Ουσιαστικό

reflet (fr) αρσενικό

  1. η αντανάκλαση
  2. η αναλαμπή
  3. η ανταύγεια
  4. (σε καθρέφτη) το είδωλο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.