δόσιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δόσιμο τα δοσίματα
      γενική του δοσίματος των δοσιμάτων
    αιτιατική το δόσιμο τα δοσίματα
     κλητική δόσιμο δοσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δόσιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δόσιμο(ν) < ελληνιστική κοινή δόσιμος < αρχαία ελληνική δίδωμι

Ουσιαστικό

δόσιμο ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δίνω
  2. αφοσίωση
      Και πρέπει να σημειωθεί πως το δόσιμο του Λόρκα στις καλές τέχνες συναντούσε την έντονη αντίθεση του πατέρα του, που επιθυμούσε να τον δει κατά κύριο λόγο επιστήμονα. (Έλλη Αλεξίου (1979) Λόρκα [δοκίμιο])

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ουσιαστικό

δόσιμο ουδέτερο (πληθυντικός: δοσίματα)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.