δωδεκάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δωδεκάς | αἱ | δωδεκάδες |
| γενική | τῆς | δωδεκάδος | τῶν | δωδεκάδων |
| δοτική | τῇ | δωδεκάδῐ | ταῖς | δωδεκάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | δωδεκάδᾰ | τὰς | δωδεκάδᾰς |
| κλητική ὦ! | δωδεκάς | δωδεκάδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δωδεκάδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δωδεκάδοιν | ||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δωδεκάς < → λείπει η ετυμολογία
Πηγές
- δωδεκάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δωδεκάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.