δυτικόφρων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυτικόφρων
& δυτικόφρονας
η δυτικόφρων το δυτικόφρον
      γενική του δυτικόφρονος
& δυτικόφρονα
της δυτικόφρονος του δυτικόφρονος
    αιτιατική τον δυτικόφρονα τη δυτικόφρονα το δυτικόφρον
     κλητική δυτικόφρων
& δυτικόφρονα
δυτικόφρων δυτικόφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυτικόφρονες οι δυτικόφρονες τα δυτικόφρονα
      γενική των δυτικοφρόνων των δυτικοφρόνων των δυτικοφρόνων
    αιτιατική τους δυτικόφρονες τις δυτικόφρονες τα δυτικόφρονα
     κλητική δυτικόφρονες δυτικόφρονες δυτικόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυτικόφρων < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα δυτικόφρων,[1] (με διαφορετική σημασία) δυτικό- + -φρων

Επίθετο

δυτικόφρων, -ων, -ον

  • (λόγιο) φιλοδυτικός
      Τα συντάγματα που φιλοτέχνησε ο δυτικόφρων Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος κατά τις πρώτες εθνοσυνελεύσεις αντλούσαν στοιχεία από τα γαλλικά πρότυπο του 1793.
    Θάνος Βερέμης (Επιμ.), Τριπολιτσά - Μεσολόγγι Πολιορκία και άλωση: Μέσα από τις μαρτυρίες των αγωνιστών, Αθήνα:Μεταίχμιο, 2019. ISBN:6180319952, 9786180319958 books.google
    άλλες μορφές: δυτικόφρονας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Επίθετο

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δυτικόφρων τὸ δυτικόφρον
      γενική τοῦ/τῆς δυτικόφρονος τοῦ δυτικόφρονος
      δοτική τῷ/τῇ δυτικόφρονι τῷ δυτικόφρονι
    αιτιατική τὸν/τὴν δυτικόφρονα τὸ δυτικόφρον
     κλητική ! δυτικόφρον δυτικόφρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυτικόφρονες τὰ δυτικόφρονα
      γενική τῶν δυτικοφρόνων τῶν δυτικοφρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυτικόφροσι(ν) τοῖς δυτικόφροσι(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυτικόφρονας τὰ δυτικόφρονα
     κλητική ! δυτικόφρονες δυτικόφρονα
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

δυτικόφρων, -ων, -ον (καθαρεύουσα)

  • (χριστιανισμός) οπαδός της δυτικής εκκλησίας σε ορθόδοξες χώρες [2]
      19ος αιώνας [] συγχωρεῖται τῶν Γραφῶν ἡ ἐπ’ Ἐκκλησίας ἀνάγνωσις εἰς τοὺς ἐν Ἀραβίᾳ καὶ τοὺς Σλαβονικοὺς καὶ ἄλλους Δυτικόφρονας χριστιανούς.
    Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων, Επίκρισις εις την περί Νεοελληνικής Εκκλησίας Σύντομον απάντησιν του Σοφολογιωτάτου Διδασκάλου κυρίου Νεοφύτου Βάμβα. / Υπό του Πρεσβυτέρου και Οικονόμου Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων [με κεφαλαία], Αθήνησιν: Εκ της Τυπογραφίας Κ. Ράλλη, ΑΩΛΘ' (=1839). σελ.129 books.google.snippet Διαθέσιμο: @anemi

Αναφορές

  1. «δυτικόφρων» 2. Σπ. Τρικούπ. - σελ. 315, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
    ΣτΕ: το 2. πιθανόν εννοεί τον Σπύρο Τρικούπη (18881934) και όχι τον Σπυρίδωνα Τρικούπη (17881873). Στον ίδιο συγγραφέα αποδίδει, ανάμεσα σ' άλλους, και το λήμμα «δυτικονότιος».
  2. «δυτικόφρων-ονος (ο, ἡ)» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
    Το δίνει ως ουσιαστικό αρσενικό, θηλυκό. Πηγές του: Σέργιος Μακραίος. Εκκλ.Ιστ. εν Σάθ. 3. 3.4.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.