δυτικόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυτικόφιλος | η | δυτικόφιλη | το | δυτικόφιλο |
| γενική | του | δυτικόφιλου | της | δυτικόφιλης | του | δυτικόφιλου |
| αιτιατική | τον | δυτικόφιλο | τη | δυτικόφιλη | το | δυτικόφιλο |
| κλητική | δυτικόφιλε | δυτικόφιλη | δυτικόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυτικόφιλοι | οι | δυτικόφιλες | τα | δυτικόφιλα |
| γενική | των | δυτικόφιλων | των | δυτικόφιλων | των | δυτικόφιλων |
| αιτιατική | τους | δυτικόφιλους | τις | δυτικόφιλες | τα | δυτικόφιλα |
| κλητική | δυτικόφιλοι | δυτικόφιλες | δυτικόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
δυτικόφιλος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.