δυσπόρθητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσπόρθητος η δυσπόρθητη το δυσπόρθητο
      γενική του δυσπόρθητου της δυσπόρθητης του δυσπόρθητου
    αιτιατική τον δυσπόρθητο τη δυσπόρθητη το δυσπόρθητο
     κλητική δυσπόρθητε δυσπόρθητη δυσπόρθητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσπόρθητοι οι δυσπόρθητες τα δυσπόρθητα
      γενική των δυσπόρθητων των δυσπόρθητων των δυσπόρθητων
    αιτιατική τους δυσπόρθητους τις δυσπόρθητες τα δυσπόρθητα
     κλητική δυσπόρθητοι δυσπόρθητες δυσπόρθητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσπόρθητος < (ελληνιστική κοινή) δυσπόρθητος < δυσ- + αρχαία ελληνική πορθέω / πορθῶ < πέρθω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bheredh- κόβω)

Επίθετο

δυσπόρθητος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.