πέψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πέψῐς αἱ πέψεις
      γενική τῆς πέψεως τῶν πέψεων
      δοτική τῇ πέψει ταῖς πέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πέψῐν τὰς πέψεις
     κλητική ! πέψῐ πέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πέψει
γεν-δοτ τοῖν  πεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέψις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πέψις, -εως θηλυκό

  • ζητούμενο λήμμα η πέψη

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.