difficult

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός difficult
συγκριτικός more difficult
υπερθετικός most difficult

Επίθετο

difficult (en)

  1. δύσκολος, δυσκολεύω, που δεν είναι εύκολο· που χρειάζεται προσπάθεια ή δεξιότητα για να γίνει ή να κατανοηθεί
    difficult pronunciation - δύσκολη προφορά
    I find it difficult to refuse.
    Το βρίσκω δύσκολο ν' αρνηθώ.
    Don’t make things difficult for us.
    Μη μας δυσκολεύεις τα πράγματα.
    The climb from this point on becomes difficult/gets difficult and you need to be careful.
    Η ανάβαση από αυτό το σημείο και μετά δυσκολεύει και πρέπει να προσέχεις.
    The lessons got difficult.
    Δυσκόλεψαν τα μαθήματα.
    Math is difficult for him.
    Τον δυσκολεύουν τα μαθηματικά.
    It is difficult to describe the pain.
    Είναι δυσπερίγραπτος ο πόνος.
  2. δύσκολος, δυσκολεύω, που είναι γεμάτα προβλήματα· που προκαλεί πολλά προβλήματα
    difficult times - δύσκολοι καιροί
    I’m going through difficult times.
    Περνάω δύσκολες ώρες.
    He is in a difficult position.
    Βρίσκεται σε δύσκολη θέση.
    I will make his life difficult.
    Θα του δυσκολέψω τη ζωή.
  3. δύσκολος, για ανθρώπους που δεν είναι εύκολο να ευχαριστηθούν· που δεν βοηθούν
    a difficult customer - δύσκολος πελάτης
    difficult children - δύσκολα παιδιά
    He is a difficult man.
    Είναι δύσκολος άνθρωπος.
    He is difficult to deal with.
    Είναι δύσκολος στις συναλλαγές του.

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.