δυσπλασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσπλασία οι δυσπλασίες
      γενική της δυσπλασίας των δυσπλασιών
    αιτιατική τη δυσπλασία τις δυσπλασίες
     κλητική δυσπλασία δυσπλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσπλασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική dysplasia < dys- + -plasia < αρχαία ελληνική πλάσις

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.splaˈsi.a/

Ουσιαστικό

δυσπλασία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.