δυσκολεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσκολεμένος | η | δυσκολεμένη | το | δυσκολεμένο |
| γενική | του | δυσκολεμένου | της | δυσκολεμένης | του | δυσκολεμένου |
| αιτιατική | τον | δυσκολεμένο | τη | δυσκολεμένη | το | δυσκολεμένο |
| κλητική | δυσκολεμένε | δυσκολεμένη | δυσκολεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσκολεμένοι | οι | δυσκολεμένες | τα | δυσκολεμένα |
| γενική | των | δυσκολεμένων | των | δυσκολεμένων | των | δυσκολεμένων |
| αιτιατική | τους | δυσκολεμένους | τις | δυσκολεμένες | τα | δυσκολεμένα |
| κλητική | δυσκολεμένοι | δυσκολεμένες | δυσκολεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσκολεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου δυσκολεύω
Μετοχή
δυσκολεμένος, -η, -ο
- που έχει γίνει πιο δύσκολος
- ※ Η ανάσα του ακουγότανε μέσα, ξεχώριζε, βαριά, κομμένη, δυσκολεμένη. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
Μεταφράσεις
δυσκολεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.