δυσκολεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δυσκολεύω < δύσκολος

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.skoˈle.vo/

Ρήμα

δυσκολεύω (παθητική φωνή: δυσκολεύομαι)

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι δυσκολότερο από όσο ήταν
     συνώνυμα: δυσχεραίνω
    η κακοκαιρία δυσκολεύει τη διέλευση των οχημάτων από τη γέφυρα
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο δύσκολος
    η ανάβαση από αυτό το σημείο και μετά δυσκολεύει και πρέπει να προσέχεις

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.