κακοκεφιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοκεφιά | οι | κακοκεφιές |
| γενική | της | κακοκεφιάς | των | κακοκεφιών |
| αιτιατική | την | κακοκεφιά | τις | κακοκεφιές |
| κλητική | κακοκεφιά | κακοκεφιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοκεφιά < κακόκεφ(ος) + -ιά
Ουσιαστικό
κακοκεφιά θηλυκό
- η κατάσταση του κακόκεφου, η έλλειψη κεφιού, η κακή διάθεση
- ※ Ήπιαμε ένα δυο ούζα και διαλύθηκε η κακοκεφιά. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
κακοκεφιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.