δυσηλεγής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δυσηλεγής | τὸ | δυσηλεγές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δυσηλεγοῦς | τοῦ | δυσηλεγοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δυσηλεγεῖ | τῷ | δυσηλεγεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δυσηλεγῆ | τὸ | δυσηλεγές | ||
| κλητική ὦ! | δυσηλεγές | δυσηλεγές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δυσηλεγεῖς | τὰ | δυσηλεγῆ | ||
| γενική | τῶν | δυσηλεγῶν | τῶν | δυσηλεγῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δυσηλεγέσῐ(ν) | τοῖς | δυσηλεγέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δυσηλεγεῖς | τὰ | δυσηλεγῆ | ||
| κλητική ὦ! | δυσηλεγεῖς | δυσηλεγῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δυσηλεγεῖ | τὼ | δυσηλεγεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δυσηλεγοῖν | τοῖν | δυσηλεγοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δυσηλεγής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
δυσηλεγής, -ής, -ές
- (για τον θάνατο και τον πόλεμο) που ξαπλώνει κάποιον πάνω σε σκληρό κρεβάτι, που επιφέρει άσχημο ύπνο
- σκληρός, οδυνηρός, ανηλεής
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 325 (324-325)
- σοὶ δ᾽ ἄλοχόν τε φίλην σπέσθαι καὶ τέκνα τεκέσθαι· | τῷ οὐκ ἂν θάνατόν γε δυσηλεγέα προφύγοισθα.»
- γιατί μαζί τους γύρευες γυναίκα σου να κάνεις τη γυναίκα μου, να της γεννήσεις και παιδιά; | Λοιπόν, δεν θ᾽ αποφύγεις τώρα τον φονικό σου θάνατο.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- σοὶ δ᾽ ἄλοχόν τε φίλην σπέσθαι καὶ τέκνα τεκέσθαι· | τῷ οὐκ ἂν θάνατόν γε δυσηλεγέα προφύγοισθα.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 20 (Υ. Θεομαχία.), στίχ. 154 (153-155)
- Ὣς οἱ μέν ῥ᾽ ἑκάτερθε καθήατο μητιόωντες | βουλάς· ἀρχέμεναι δὲ δυσηλεγέος πολέμοιο | ὄκνεον ἀμφότεροι, Ζεὺς δ᾽ ἥμενος ὕψι κέλευε.
- Συλλογισμένοι εκάθονταν και τα δυο μέρη ομοίως | και του πικρού πολέμου αρχήν να κάμουν δεν εστέργαν, | και όπου εκάθιζε ψηλά ο Ζευς εδιάβαζ᾽ όλα.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ὣς οἱ μέν ῥ᾽ ἑκάτερθε καθήατο μητιόωντες | βουλάς· ἀρχέμεναι δὲ δυσηλεγέος πολέμοιο | ὄκνεον ἀμφότεροι, Ζεὺς δ᾽ ἥμενος ὕψι κέλευε.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 652 (651-653)
- ὅσσα παθόντες | ἐς φάος ἂψ ἀφίκεσθε δυσηλεγέος ὑπὸ δεσμοῦ | ἡμετέρας διὰ βουλὰς ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος.»
- και πόσα αφού υποφέρατε | ήρθατε ξανά στο φως απ᾽ τα ανήλεα δεσμά σας, | από το νεφελώδη ζόφο, με τη δική μας θέληση.»
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ὅσσα παθόντες | ἐς φάος ἂψ ἀφίκεσθε δυσηλεγέος ὑπὸ δεσμοῦ | ἡμετέρας διὰ βουλὰς ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 325 (324-325)
Πηγές
- δυσηλεγής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσηλεγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.