δυσδιοίκητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσδιοίκητος η δυσδιοίκητη το δυσδιοίκητο
      γενική του δυσδιοίκητου της δυσδιοίκητης του δυσδιοίκητου
    αιτιατική τον δυσδιοίκητο τη δυσδιοίκητη το δυσδιοίκητο
     κλητική δυσδιοίκητε δυσδιοίκητη δυσδιοίκητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσδιοίκητοι οι δυσδιοίκητες τα δυσδιοίκητα
      γενική των δυσδιοίκητων των δυσδιοίκητων των δυσδιοίκητων
    αιτιατική τους δυσδιοίκητους τις δυσδιοίκητες τα δυσδιοίκητα
     κλητική δυσδιοίκητοι δυσδιοίκητες δυσδιοίκητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δυσδιοίκητος < ελληνιστική κοινή δυσδιοίκητος < αρχαία ελληνική δυσ- + διοικέω / διοικῶ

Επίθετο

δυσδιοίκητος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.