δοκοῦν
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Μετοχή
δοκοῦν ουδέτερο
- ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα δοκῶν του δοκόω
- μετοχή ενεστώτα του απρόσωπου ρήματος δοκεῖ
- ουδέτερο της μετοχής δοκῶν του δοκόω
Συγγενικά
- το δόξον (μετοχή μέλλοντα του απροσώπου δοκεῖ)
- το δόξαν (μετοχή αορίστου του απροσώπου δοκεῖ)
- το δεδογμένον (μετοχή παρακειμένου του απροσώπου δοκεῖ)
- → δείτε τη λέξη δοκούν νεοελληνικής
- → δείτε τη λέξη δοκέω αρχαιοελληνικής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.