καταδοκέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
καταδοκέω-καταδοκοῦμαι
- υποψιάζομαι κάποιον, θεωρώ ότι εκφράζει κάτι κακό, σκέφτομαι να τον βλάψω
- υποθέτω, φαντάζομαι
- οὐ γάρ ἄν κοτε κατέδοξα ἔνθεν ἦν (: γιατί ποτέ δεν μπορουσα να φανταστώ τίνος ήταν <το παιδί> Ηρόδ. Κλειώ 111)
- καταδοκοῦμαι: με υποψιάζονται
- αργότερα πήρε καλύτερη χροιά το ρήμα, παρασυρόμενο από την θετική έννοια της λέξης δόξα που φαινόταν σαν δεύτερο συνθετικό σε μετοχές όπως καταδόξας, καταδόξαντες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.