συνδοκέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

συνδοκέω < σύν + δοκέω

Ρήμα

συνδοκέω-συνδοκῶ (και ξυνδοκέω)

  1. φαίνεται εξίσου καλό, συμφωνώ (συχνά απρόσωπο)
    ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ
    ξυνεδόκει τοῖς ἄλλοις ξυμμάχοις ταῦτα (Θουκ. 8.84)
    εἰ σοί συνδοκεῖ ὅπερ ἐμοί
    συνεδόκει ἡμῖν ...
    συνδεδογμένοι τινί
  2. δίνω την έγκρισή μου, εγκρίνω
    οὐκ ἐμοὶ συνδοκοῦντα πεπόνθατε... (χωρίς τη δική μυ έγκριση πάθατε...)
    συνδόξαν τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί (με την έγκριση του πατέρα και της μητέρας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.