διυλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διυλίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διυλίζω
Ρήμα
διυλίζω, αόρ.: διύλισα, παθ.φωνή: διυλίζομαι, π.αόρ.: διυλίστηκα, μτχ.π.π.: διυλισμένος
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διυλίζω | διύλιζα | θα διυλίζω | να διυλίζω | διυλίζοντας | |
| β' ενικ. | διυλίζεις | διύλιζες | θα διυλίζεις | να διυλίζεις | διύλιζε | |
| γ' ενικ. | διυλίζει | διύλιζε | θα διυλίζει | να διυλίζει | ||
| α' πληθ. | διυλίζουμε | διυλίζαμε | θα διυλίζουμε | να διυλίζουμε | ||
| β' πληθ. | διυλίζετε | διυλίζατε | θα διυλίζετε | να διυλίζετε | διυλίζετε | |
| γ' πληθ. | διυλίζουν(ε) | διύλιζαν διυλίζαν(ε) |
θα διυλίζουν(ε) | να διυλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διύλισα | θα διυλίσω | να διυλίσω | διυλίσει | ||
| β' ενικ. | διύλισες | θα διυλίσεις | να διυλίσεις | διύλισε | ||
| γ' ενικ. | διύλισε | θα διυλίσει | να διυλίσει | |||
| α' πληθ. | διυλίσαμε | θα διυλίσουμε | να διυλίσουμε | |||
| β' πληθ. | διυλίσατε | θα διυλίσετε | να διυλίσετε | διυλίστε | ||
| γ' πληθ. | διύλισαν διυλίσαν(ε) |
θα διυλίσουν(ε) | να διυλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διυλίσει | είχα διυλίσει | θα έχω διυλίσει | να έχω διυλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διυλίσει | είχες διυλίσει | θα έχεις διυλίσει | να έχεις διυλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διυλίσει | είχε διυλίσει | θα έχει διυλίσει | να έχει διυλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διυλίσει | είχαμε διυλίσει | θα έχουμε διυλίσει | να έχουμε διυλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διυλίσει | είχατε διυλίσει | θα έχετε διυλίσει | να έχετε διυλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διυλίσει | είχαν διυλίσει | θα έχουν διυλίσει | να έχουν διυλίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διυλίζομαι | διυλιζόμουν(α) | θα διυλίζομαι | να διυλίζομαι | ||
| β' ενικ. | διυλίζεσαι | διυλιζόσουν(α) | θα διυλίζεσαι | να διυλίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | διυλίζεται | διυλιζόταν(ε) | θα διυλίζεται | να διυλίζεται | ||
| α' πληθ. | διυλιζόμαστε | διυλιζόμαστε διυλιζόμασταν |
θα διυλιζόμαστε | να διυλιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διυλίζεστε | διυλιζόσαστε διυλιζόσασταν |
θα διυλίζεστε | να διυλίζεστε | (διυλίζεστε) | |
| γ' πληθ. | διυλίζονται | διυλίζονταν διυλιζόντουσαν |
θα διυλίζονται | να διυλίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διυλίστηκα | θα διυλιστώ | να διυλιστώ | διυλιστεί | ||
| β' ενικ. | διυλίστηκες | θα διυλιστείς | να διυλιστείς | διυλίσου | ||
| γ' ενικ. | διυλίστηκε | θα διυλιστεί | να διυλιστεί | |||
| α' πληθ. | διυλιστήκαμε | θα διυλιστούμε | να διυλιστούμε | |||
| β' πληθ. | διυλιστήκατε | θα διυλιστείτε | να διυλιστείτε | διυλιστείτε | ||
| γ' πληθ. | διυλίστηκαν διυλιστήκαν(ε) |
θα διυλιστούν(ε) | να διυλιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διυλιστεί | είχα διυλιστεί | θα έχω διυλιστεί | να έχω διυλιστεί | διυλισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διυλιστεί | είχες διυλιστεί | θα έχεις διυλιστεί | να έχεις διυλιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διυλιστεί | είχε διυλιστεί | θα έχει διυλιστεί | να έχει διυλιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διυλιστεί | είχαμε διυλιστεί | θα έχουμε διυλιστεί | να έχουμε διυλιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διυλιστεί | είχατε διυλιστεί | θα έχετε διυλιστεί | να έχετε διυλιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διυλιστεί | είχαν διυλιστεί | θα έχουν διυλιστεί | να έχουν διυλιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διυλισμένος - είμαστε, είστε, είναι διυλισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διυλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διυλισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διυλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διυλισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διυλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διυλισμένοι | |||||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συγγενικά
- διυλήτης
- διύλισις
- διύλισμα
- διυλισμός
- διυλιστήρ
- διυλιστήριον
- διυλιστός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- διυλίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διυλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.