διυλιστήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διυλιστήριο τα διυλιστήρια
      γενική του διυλιστηρίου
& διυλιστήριου
των διυλιστηρίων
    αιτιατική το διυλιστήριο τα διυλιστήρια
     κλητική διυλιστήριο διυλιστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διυλιστήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διυλιστήριο ουδέτερο

  • εγκατάσταση επεξεργασίας πετρελαίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.