διηθώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Συγγενικά
- αδιήθητος
- διήθημα
- διηθημένος
- διήθηση
- διηθήσιμος
- διηθητικός
- διηθητός
- υπερδιήθηση
- → δείτε τη λέξη ηθμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διηθώ | διηθούσα | θα διηθώ | να διηθώ | διηθώντας | |
| β' ενικ. | διηθείς | διηθούσες | θα διηθείς | να διηθείς | ||
| γ' ενικ. | διηθεί | διηθούσε | θα διηθεί | να διηθεί | ||
| α' πληθ. | διηθούμε | διηθούσαμε | θα διηθούμε | να διηθούμε | ||
| β' πληθ. | διηθείτε | διηθούσατε | θα διηθείτε | να διηθείτε | διηθείτε | |
| γ' πληθ. | διηθούν(ε) | διηθούσαν(ε) | θα διηθούν(ε) | να διηθούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διήθησα | θα διηθήσω | να διηθήσω | διηθήσει | ||
| β' ενικ. | διήθησες | θα διηθήσεις | να διηθήσεις | διήθησε | ||
| γ' ενικ. | διήθησε | θα διηθήσει | να διηθήσει | |||
| α' πληθ. | διηθήσαμε | θα διηθήσουμε | να διηθήσουμε | |||
| β' πληθ. | διηθήσατε | θα διηθήσετε | να διηθήσετε | διηθήστε | ||
| γ' πληθ. | διήθησαν διηθήσαν(ε) |
θα διηθήσουν(ε) | να διηθήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διηθήσει | είχα διηθήσει | θα έχω διηθήσει | να έχω διηθήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διηθήσει | είχες διηθήσει | θα έχεις διηθήσει | να έχεις διηθήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διηθήσει | είχε διηθήσει | θα έχει διηθήσει | να έχει διηθήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διηθήσει | είχαμε διηθήσει | θα έχουμε διηθήσει | να έχουμε διηθήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διηθήσει | είχατε διηθήσει | θα έχετε διηθήσει | να έχετε διηθήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διηθήσει | είχαν διηθήσει | θα έχουν διηθήσει | να έχουν διηθήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διηθούμαι | διηθούμουν | θα διηθούμαι | να διηθούμαι | ||
| β' ενικ. | διηθείσαι | διηθούσουν | θα διηθείσαι | να διηθείσαι | ||
| γ' ενικ. | διηθείται | διηθούνταν | θα διηθείται | να διηθείται | ||
| α' πληθ. | διηθούμαστε | διηθούμασταν διηθούμαστε |
θα διηθούμαστε | να διηθούμαστε | ||
| β' πληθ. | διηθείστε | διηθούσασταν διηθούσαστε |
θα διηθείστε | να διηθείστε | διηθείστε | |
| γ' πληθ. | διηθούνται | διηθούνταν | θα διηθούνται | να διηθούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διηθήθηκα | θα διηθηθώ | να διηθηθώ | διηθηθεί | ||
| β' ενικ. | διηθήθηκες | θα διηθηθείς | να διηθηθείς | διηθήσου | ||
| γ' ενικ. | διηθήθηκε | θα διηθηθεί | να διηθηθεί | |||
| α' πληθ. | διηθηθήκαμε | θα διηθηθούμε | να διηθηθούμε | |||
| β' πληθ. | διηθηθήκατε | θα διηθηθείτε | να διηθηθείτε | διηθηθείτε | ||
| γ' πληθ. | διηθήθηκαν διηθηθήκαν(ε) |
θα διηθηθούν(ε) | να διηθηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διηθηθεί | είχα διηθηθεί | θα έχω διηθηθεί | να έχω διηθηθεί | διηθημένος | |
| β' ενικ. | έχεις διηθηθεί | είχες διηθηθεί | θα έχεις διηθηθεί | να έχεις διηθηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διηθηθεί | είχε διηθηθεί | θα έχει διηθηθεί | να έχει διηθηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διηθηθεί | είχαμε διηθηθεί | θα έχουμε διηθηθεί | να έχουμε διηθηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διηθηθεί | είχατε διηθηθεί | θα έχετε διηθηθεί | να έχετε διηθηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διηθηθεί | είχαν διηθηθεί | θα έχουν διηθηθεί | να έχουν διηθηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διηθημένος - είμαστε, είστε, είναι διηθημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διηθημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διηθημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διηθημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διηθημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διηθημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διηθημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.