διυλιστήριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διυλιστήριον τὰ διυλιστήρι
      γενική τοῦ διυλιστηρίου τῶν διυλιστηρίων
      δοτική τῷ διυλιστηρί τοῖς διυλιστηρίοις
    αιτιατική τὸ διυλιστήριον τὰ διυλιστήρι
     κλητική ! διυλιστήριον διυλιστήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διυλιστηρίω
γεν-δοτ τοῖν  διυλιστηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διυλιστήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διυλίζω, διυλυσ- + -τήριον < δι- (διά) + ὑλίζω

Ουσιαστικό

διυλιστήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.