ζουλώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζουλώ: → δείτε τη λέξη ζουλάω
Προφορά
- ΔΦΑ : /zuˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζου‐λώ
Ρήμα
ζουλώ
- (παρωχημένο) λιγότερο συνηθισμένη μορφή του ζουλάω
- δείτε #σημειώσεις και #κλίσεις για το ζουπάω & ζουλάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.