διύλισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διύλισμα τα διυλίσματα
      γενική του διυλίσματος των διυλισμάτων
    αιτιατική το διύλισμα τα διυλίσματα
     κλητική διύλισμα διυλίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διύλισμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διύλισμα

Ουσιαστικό

διύλισμα ουδέτερο

  • το φιλτραρισμένο υγρό, το προϊόν που προέρχεται από διύλιση



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διύλισμᾰ τὰ διυλίσμᾰτ
      γενική τοῦ διυλίσμᾰτος τῶν διυλισμᾰ́των
      δοτική τῷ διυλίσμᾰτ τοῖς διυλίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ διύλισμᾰ τὰ διυλίσμᾰτ
     κλητική ! διύλισμᾰ διυλίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διυλίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διυλισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διύλισμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διυλίζω, διυλισ + -μα

Ουσιαστικό

διύλισμα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.