δισεκατομμύριον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δισεκατομμύριον τὰ δισεκατομμύρια
      γενική τοῦ δισεκατομμυρίου τῶν δισεκατομμυρίων
      δοτική τῷ δισεκατομμυρί τοῖς δισεκατομμυρίοις
    αιτιατική τὸ δισεκατομμύριον τὰ δισεκατομμύρια
     κλητική ! δισεκατομμύριον δισεκατομμύρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δισεκατομμύριον (μαρτυρείται από το 1871) [1] < δισ- (δις, δυο φορές) + ἑκατομμύριον, κυριολεκτικά: δύο εκατομμύρια. Παρατήρηση του λεξικογράφου Γεωργίου Ζηκίδη[2]
  δισεκατομμύριον (τό), ἀντ' αὐτοῦ ἴσως ὀρθότερον εἶνε τὸ χιλιεκατομμύριον

Ουσιαστικό

δισεκατομμύριον ουδέτερο

Αναφορές

  1. σελ. 298, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. σελ.547 (Προσθετέα και διορθωτέα) - Γεώργιος Ζηκίδης (1899) Λεξικόν Ορθογραφικόν και Χρηστικόν της Ελληνικής γλώσσης της τε αρχαίας και της νεωτέρας Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1899 (@anemi)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.