δισήμαντος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δισήμαντος | η | δισήμαντη | το | δισήμαντο |
| γενική | του | δισήμαντου | της | δισήμαντης | του | δισήμαντου |
| αιτιατική | τον | δισήμαντο | τη | δισήμαντη | το | δισήμαντο |
| κλητική | δισήμαντε | δισήμαντη | δισήμαντο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δισήμαντοι | οι | δισήμαντες | τα | δισήμαντα |
| γενική | των | δισήμαντων | των | δισήμαντων | των | δισήμαντων |
| αιτιατική | τους | δισήμαντους | τις | δισήμαντες | τα | δισήμαντα |
| κλητική | δισήμαντοι | δισήμαντες | δισήμαντα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δισήμαντος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δισήμαντος < δίς + (δίς) + αρχαία ελληνική σημαίνω, σημαν- + -τος < σῆμα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δισήμαντος | τὸ | δισήμαντον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | δισημάντου | τοῦ | δισημάντου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | δισημάντῳ | τῷ | δισημάντῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δισήμαντον | τὸ | δισήμαντον | ||
| κλητική ὦ! | δισήμαντε | δισήμαντον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δισήμαντοι | τὰ | δισήμαντᾰ | ||
| γενική | τῶν | δισημάντων | τῶν | δισημάντων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | δισημάντοις | τοῖς | δισημάντοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | δισημάντους | τὰ | δισήμαντᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δισήμαντοι | δισήμαντᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δισημάντω | τὼ | δισημάντω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δισημάντοιν | τοῖν | δισημάντοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δισήμαντος (όψιμη ελληνιστική κοινή ή μεσαιωνική) < (δίς) + αρχαία ελληνική σημαίνω, σημαν- + -τος < σῆμα
Επίθετο
δισήμαντος, -ος, -ον
- δισήμαντος, δίσημος (12ος αιώνας - ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης Eust.948.3.)
Πηγές
- δισήμαντος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δισήμαντος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.