διπύρηνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διπύρηνος | η | διπύρηνη | το | διπύρηνο |
| γενική | του | διπύρηνου | της | διπύρηνης | του | διπύρηνου |
| αιτιατική | τον | διπύρηνο | τη | διπύρηνη | το | διπύρηνο |
| κλητική | διπύρηνε | διπύρηνη | διπύρηνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διπύρηνοι | οι | διπύρηνες | τα | διπύρηνα |
| γενική | των | διπύρηνων | των | διπύρηνων | των | διπύρηνων |
| αιτιατική | τους | διπύρηνους | τις | διπύρηνες | τα | διπύρηνα |
| κλητική | διπύρηνοι | διπύρηνες | διπύρηνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διπύρηνος < ελληνιστική κοινή διπύρηνος < αρχαία ελληνική δι- + πυρήν (πληροφορική: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική dualcore)
Επίθετο
διπύρηνος, -η, -ο
- (βοτανική) που έχει δύο πυρήνες, δύο κουκούτσια
- (βιολογία) που έχει δύο (κυτταρικούς) πυρήνες
- (πληροφορική) που έχει δύο (επεξεργαστικούς) πυρήνες
Συγγενικά
- απύρηνος
- οκταπύρηνος
- μονοπύρηνος
- πολυπύρηνος
- τετραπύρηνος
- → δείτε τις λέξεις δύο και πυρήνας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.