διογκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διογκωμένος | η | διογκωμένη | το | διογκωμένο |
| γενική | του | διογκωμένου | της | διογκωμένης | του | διογκωμένου |
| αιτιατική | τον | διογκωμένο | τη | διογκωμένη | το | διογκωμένο |
| κλητική | διογκωμένε | διογκωμένη | διογκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διογκωμένοι | οι | διογκωμένες | τα | διογκωμένα |
| γενική | των | διογκωμένων | των | διογκωμένων | των | διογκωμένων |
| αιτιατική | τους | διογκωμένους | τις | διογκωμένες | τα | διογκωμένα |
| κλητική | διογκωμένοι | διογκωμένες | διογκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διογκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διογκώνω
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.