αδιόγκωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιόγκωτος η αδιόγκωτη το αδιόγκωτο
      γενική του αδιόγκωτου της αδιόγκωτης του αδιόγκωτου
    αιτιατική τον αδιόγκωτο την αδιόγκωτη το αδιόγκωτο
     κλητική αδιόγκωτε αδιόγκωτη αδιόγκωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιόγκωτοι οι αδιόγκωτες τα αδιόγκωτα
      γενική των αδιόγκωτων των αδιόγκωτων των αδιόγκωτων
    αιτιατική τους αδιόγκωτους τις αδιόγκωτες τα αδιόγκωτα
     κλητική αδιόγκωτοι αδιόγκωτες αδιόγκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδιόγκωτος < α- στερητικό + διογκώ(νω) + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ðiˈoŋ.ɡo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδιόγκωτος

Επίθετο

αδιόγκωτος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.