διοικητήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διοικητήριο τα διοικητήρια
      γενική του διοικητηρίου
& διοικητήριου
των διοικητηρίων
    αιτιατική το διοικητήριο τα διοικητήρια
     κλητική διοικητήριο διοικητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διοικητήριο < διοικη(τής) + -τήριο

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.i.ciˈti.ɾi.o/

Ουσιαστικό

διοικητήριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.