διοίκησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διοίκησῐς | αἱ | διοικήσεις |
| γενική | τῆς | διοικήσεως | τῶν | διοικήσεων |
| δοτική | τῇ | διοικήσει | ταῖς | διοικήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διοίκησῐν | τὰς | διοικήσεις |
| κλητική ὦ! | διοίκησῐ | διοικήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διοικήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διοικησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διοίκησις, -εως θηλυκό
- (πολιτική) η διοίκηση, η κυβέρνηση μιας πόλης
- (ιδίως) η διαχείριση ταμείου
- (ελληνιστική σημασία) ρωμαϊκή διοικητική περιφέρεια
- (ελληνιστική σημασία) εκκλησιαστική διοικητική υποδιαίρεση
Πηγές
- διοίκησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διοίκησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.