διμηνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διμηνία | οι | διμηνίες |
| γενική | της | διμηνίας | των | διμηνιών |
| αιτιατική | τη | διμηνία | τις | διμηνίες |
| κλητική | διμηνία | διμηνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διμηνία < ελληνιστική κοινή διμηνία[1] < αρχαία ελληνική δίμηνος < (δίς) δι- + μήν. Μορφολογικά αναλύεται σε δι- + -μηνία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.miˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐μη‐νί‐α
Αναφορές
- <διμηνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διμηνίᾱ | αἱ | διμηνίαι |
| γενική | τῆς | διμηνίᾱς | τῶν | διμηνιῶν |
| δοτική | τῇ | διμηνίᾳ | ταῖς | διμηνίαις |
| αιτιατική | τὴν | διμηνίᾱν | τὰς | διμηνίᾱς |
| κλητική ὦ! | διμηνίᾱ | διμηνίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διμηνίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διμηνίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διμηνία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δίμην(ος) + -ία < (δίς) δι- + μήν
Πηγές
- διμηνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.