διμηνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διμηνία οι διμηνίες
      γενική της διμηνίας των διμηνιών
    αιτιατική τη διμηνία τις διμηνίες
     κλητική διμηνία διμηνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διμηνία < ελληνιστική κοινή διμηνία[1] < αρχαία ελληνική δίμηνος < (δίς) δι- + μήν. Μορφολογικά αναλύεται σε δι- + -μηνία

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.miˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διμηνία

Ουσιαστικό

διμηνία θηλυκό

  1. άλλη μορφή του δίμηνο
  2. η αποζημίωση ή η αμοιβή για δύο μήνες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διμηνί αἱ διμηνίαι
      γενική τῆς διμηνίᾱς τῶν διμηνιῶν
      δοτική τῇ διμηνί ταῖς διμηνίαις
    αιτιατική τὴν διμηνίᾱν τὰς διμηνίᾱς
     κλητική ! διμηνί διμηνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διμηνί
γεν-δοτ τοῖν  διμηνίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διμηνία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική δίμην(ος) + -ία < (δίς) δι- + μήν

Ουσιαστικό

διμηνία θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.