δικτύωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δικτύωμα τα δικτυώματα
      γενική του δικτυώματος των δικτυωμάτων
    αιτιατική το δικτύωμα τα δικτυώματα
     κλητική δικτύωμα δικτυώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δικτύωμα < δικτυώνω + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reticulation)

Ουσιαστικό

δικτύωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.