ένσημο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ένσημο | τα | ένσημα |
| γενική | του | ενσήμου & ένσημου |
των | ενσήμων |
| αιτιατική | το | ένσημο | τα | ένσημα |
| κλητική | ένσημο | ένσημα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ένσημο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ένσημο ουδέτερο
- ειδικό κομμάτι χαρτιού, σαν γραμματόσημο, που δίνονταν παλιότερα από το κράτος ή άλλο ασφαλιστικό οργανισμό σαν αποδεικτικό ότι έχουν πληρωθεί ασφαλιστικές εισφορές
- τα βιβλιάρια ενσήμων έχουν πια καταργηθεί αλλά μπορεί να χρειαστούν σαν αποδεικτικά
- (κατ’ επέκταση) (συνήθως στον πληθυντικό) ο αριθμός των ημερών ή το ποσό που αφορά το παραπάνω αποδεικτικό
- (ειδικότερα) ο αριθμός των ημερών που είναι συντάξιμες
- για να μπορείς να βγάλεις βιβλιάριο υγείας του ΙΚΑ χρειάζεσαι τουλάχιστον εξήντα ένσημα μέσα στον προηγούμενο χρόνο ή στο τελευταίο δεκαπεντάμηνο
- (ειδικότερα) ο αριθμός των ημερών που είναι συντάξιμες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.