ένσημο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ένσημο τα ένσημα
      γενική του ενσήμου
& ένσημου
των ενσήμων
    αιτιατική το ένσημο τα ένσημα
     κλητική ένσημο ένσημα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ένσημο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ένσημο ουδέτερο

  1. ειδικό κομμάτι χαρτιού, σαν γραμματόσημο, που δίνονταν παλιότερα από το κράτος ή άλλο ασφαλιστικό οργανισμό σαν αποδεικτικό ότι έχουν πληρωθεί ασφαλιστικές εισφορές
    τα βιβλιάρια ενσήμων έχουν πια καταργηθεί αλλά μπορεί να χρειαστούν σαν αποδεικτικά
  2. (κατ’ επέκταση) (συνήθως στον πληθυντικό) ο αριθμός των ημερών ή το ποσό που αφορά το παραπάνω αποδεικτικό
    • (ειδικότερα) ο αριθμός των ημερών που είναι συντάξιμες
      για να μπορείς να βγάλεις βιβλιάριο υγείας του ΙΚΑ χρειάζεσαι τουλάχιστον εξήντα ένσημα μέσα στον προηγούμενο χρόνο ή στο τελευταίο δεκαπεντάμηνο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.