χαρτόσημο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτόσημο τα χαρτόσημα
      γενική του χαρτόσημου
& χαρτοσήμου
των χαρτόσημων
& χαρτοσήμων
    αιτιατική το χαρτόσημο τα χαρτόσημα
     κλητική χαρτόσημο χαρτόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτόσημο < χαρτόσημον < χαρτό- + -σημον, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική papier timbré
Λέξη που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1836 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 1104)

Ουσιαστικό

χαρτόσημο ουδέτερο

  1. το φύλλο σφραγισμένου χαρτιού για τη σύσταση επισήμων πράξεων
  2. ένσημο, για τη χαρτοσήμανση διαφόρων εγγράφων, το γραμματόσημο
  3. ένσημο που επικολλάμε σε έγγραφα επίσημα, προκειμένου αυτά να θεωρηθούν έγκυρα και επικυρωμένα με σκοπό την είσπραξη από δημόσιο οργανισμό του κράτους τον αναλογούντα φόρο ή τέλος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.