επανέκφραση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επανέκφραση | οι | επανεκφράσεις |
| γενική | της | επανέκφρασης* | των | επανεκφράσεων |
| αιτιατική | την | επανέκφραση | τις | επανεκφράσεις |
| κλητική | επανέκφραση | επανεκφράσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επανεκφράσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
επανέκφραση θηλυκό
- η εκ νέου έκφραση, η έκφραση με άλλα λόγια
- Σκοπός των προτεινόμενων κανονισμών είναι η τροποποίηση των υφιστάμενων περί Ταμείου Συντάξεως Δικηγόρων (Τέλη) Κανονισμών, για την επανέκφραση από λίρες σε ευρώ των τελών (δικηγορόσημα) που καταβάλλει κάθε δικηγόρος που ασκεί το επάγγελμα για οποιαδήποτε εμφάνισή του ενώπιον δικαστηρίου και για οποιαδήποτε κατάθεση εγγράφου σε καθορισμένες περιπτώσεις. (*)
Μεταφράσεις
επανέκφραση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.