διηγούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διηγούμενος | η | διηγούμενη | το | διηγούμενο |
| γενική | του | διηγούμενου | της | διηγούμενης | του | διηγούμενου |
| αιτιατική | τον | διηγούμενο | τη | διηγούμενη | το | διηγούμενο |
| κλητική | διηγούμενε | διηγούμενη | διηγούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διηγούμενοι | οι | διηγούμενες | τα | διηγούμενα |
| γενική | των | διηγούμενων | των | διηγούμενων | των | διηγούμενων |
| αιτιατική | τους | διηγούμενους | τις | διηγούμενες | τα | διηγούμενα |
| κλητική | διηγούμενοι | διηγούμενες | διηγούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
διηγούμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.