διεπιστημονικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διεπιστημονικότητα | οι | διεπιστημονικότητες |
| γενική | της | διεπιστημονικότητας | των | διεπιστημονικοτήτων |
| αιτιατική | τη | διεπιστημονικότητα | τις | διεπιστημονικότητες |
| κλητική | διεπιστημονικότητα | διεπιστημονικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διεπιστημονικότητα < διεπιστημονικ(ός) + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interdisciplinarity)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.e.pi.sti.mo.niˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ε‐πι‐στη‐μο‐νι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
διεπιστημονικότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων επιστημονικών κλάδων σε μία δραστηριότητα
- ※ Το τολμηρό άνοιγμα στη διεπιστημονικότητα (τα διπλά, κοινά και «μικρά» πτυχία) διασπά την παραδοσιακή γραμμικότητα και μονοθεματικότητα της εκπαίδευσής μας και καλλιεργεί τις συνέργειες μεταξύ των σχολών, εντός και εκτός Ελλάδας.
- Γιώργος Ν. Καραβοκύρης, Πανεπιστήμια: Η πρόκληση της ελευθερίας, Η Καθημερινή, 6 Ιουνίου 2022
- ※ Το τολμηρό άνοιγμα στη διεπιστημονικότητα (τα διπλά, κοινά και «μικρά» πτυχία) διασπά την παραδοσιακή γραμμικότητα και μονοθεματικότητα της εκπαίδευσής μας και καλλιεργεί τις συνέργειες μεταξύ των σχολών, εντός και εκτός Ελλάδας.
Μεταφράσεις
διεπιστημονικότητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.