γραμμικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραμμικότητα οι γραμμικότητες
      γενική της γραμμικότητας των γραμμικοτήτων
    αιτιατική τη γραμμικότητα τις γραμμικότητες
     κλητική γραμμικότητα γραμμικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραμμικότητα < γραμμικός + -ότητα

Ουσιαστικό

γραμμικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του γραμμικού
  2. η ομαλή πορεία, η ομαλή εξέλιξη χωρίς σκαμπανεβάσματα
  3. το μονοδιάστατο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.