γραμμικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γραμμικότητα | οι | γραμμικότητες |
| γενική | της | γραμμικότητας | των | γραμμικοτήτων |
| αιτιατική | τη | γραμμικότητα | τις | γραμμικότητες |
| κλητική | γραμμικότητα | γραμμικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γραμμικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του γραμμικού
- η ομαλή πορεία, η ομαλή εξέλιξη χωρίς σκαμπανεβάσματα
- το μονοδιάστατο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.