διαφημίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαφημίζω < ελληνιστική κοινή διαφημίζω < αρχαία ελληνική διά + φήμη

Ρήμα

διαφημίζω

  1. ανακοινώνω ή γνωστοποιώ ένα προϊόν ή μια υπηρεσία σε ευρύ κοινό με τρόπο ελκυστικό, ώστε οι παραλήπτες του μηνύματός μου να ενδιαφέρονται για την κατανάλωση ή τη χρήση της/του.
  2. (μεταφορικά) Μιλάω συχνά για τα θετικά ενός πράγματος η προσώπου, τον προωθώ συνεχώς

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διαφημίζω < διά + φημί + -ίζω

Ρήμα

διαφημίζω

  1. γνωστοποιώ, βοηθώ ώστε να εξαπλωθεί κάτι με τον λόγο
    ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον (Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, α45)
  2. ονομάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.