διαφημιζόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαφημιζόμενος | η | διαφημιζόμενη | το | διαφημιζόμενο |
| γενική | του | διαφημιζόμενου | της | διαφημιζόμενης | του | διαφημιζόμενου |
| αιτιατική | τον | διαφημιζόμενο | τη | διαφημιζόμενη | το | διαφημιζόμενο |
| κλητική | διαφημιζόμενε | διαφημιζόμενη | διαφημιζόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαφημιζόμενοι | οι | διαφημιζόμενες | τα | διαφημιζόμενα |
| γενική | των | διαφημιζόμενων | των | διαφημιζόμενων | των | διαφημιζόμενων |
| αιτιατική | τους | διαφημιζόμενους | τις | διαφημιζόμενες | τα | διαφημιζόμενα |
| κλητική | διαφημιζόμενοι | διαφημιζόμενες | διαφημιζόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαφημιζόμενος < μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος διαφημίζομαι
Μετοχή
διαφημιζόμενος, η, ο
- που διαφημίζεται, προβάλλεται
- Τα διαφημιζόμενα είδη, Η διαφημιζομένη επιχείρηση, Το διαφημιζόμενο προϊόν
Ουσιαστικό
διαφημιζόμενος αρσενικό και θηλυκό η διαφημιζόμενη ή διαφημιζομένη
- ουσιαστικοποιημένη μετοχή, κυρίως στην ορολογία των διαφημιστικών εταιριών και των εκδοτικών ή ραδιοτηλεοπτικών μέσων, για τον πελάτη που πληρώνει διαφήμιση για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που παρέχει
- Σκέψου καμία καλύτερη ατάκα γιατί αυτήν θα την απορρίψει σίγουρα ο διαφημιζόμενος -ξέρω πολύ καλά την άποψή του
- Είσαι με τα καλά σου; Θα βάλουμε ρεπορτάζ που θίγει διαφημιζόμενο;!!!
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
διαφημιζόμενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.